πρόσθετος

πρόσθετος
πρόσ-θετος, ον, also η, ον IG12(7).62.39 (Amorgos, iv B.C.), Palaeph.12, Luc.Salt.27:—
A put to, applied,

κλίμακες Aristid.Or.51(27).65

;

πτέρυγες Palaeph.

l.c.
2 put on, of false hair, X.Cyr.1.3.2, Luc.Alex.3, etc.; πρόσθετοι (sc. κόμαι or κόσμοι) Ar.Fr.321; προκόμιον π. Poll.2.30;

π. παχύτης Luc.Salt.27

.
3 added, additional, προσθέτας συκᾶς φυτεύειν IG l.c.
II = Lat. addictus, given up, assigned to the creditor, of debtors,

π. τινὰ ποιήσασθαι D.H.6.59

, cf. Plu.Luc.20: generally, assigned, handed over, [

κτήματα] π. ποιήσαντες Μαυσσώλλῳ SIG167.12

(Mylasa, iv B.C.), cf. 633.99 (Milet., ii B.C.).
III πρόσθετον, τό,=

πρόσθεμα 111

, pessary, Hp.Superf.33, Arist.GA747a8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσθετος — put to masc nom sg πρόσθετος put to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθετος — η, ο αυτός που προστέθηκε, ο παραπανίσιος: Πρόσθετα έξοδα. – Πρόσθετα βάρη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθετον — πρόσθετος put to masc acc sg πρόσθετος put to neut nom/voc/acc sg πρόσθετος put to masc/fem acc sg πρόσθετος put to neut nom/voc/acc sg προστίθημι put to aor imperat act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτων — πρόσθετος put to fem gen pl πρόσθετος put to masc/neut gen pl πρόσθετος put to masc/fem/neut gen pl προστίθημι put to aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτοις — πρόσθετος put to masc/neut dat pl πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτοισι — πρόσθετος put to masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτοισιν — πρόσθετος put to masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτου — πρόσθετος put to masc/neut gen sg πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg προσθέτης accelerating masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτους — πρόσθετος put to masc acc pl πρόσθετος put to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”